- τυλιγμένος
- η , ο1) свёрнутый; скатанный, закатанный (о ковре и т. п.); скрученный; 2) смотанный, намотанный (о нитках и т. п.); 3) завёрнутый; обмотанный; укутанный; 4) перен. опутанный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περίπλοκος — η, ο / περίπλοκος, ον, ΝΜΑ [περιπλέκω] νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από πολλά επιμέρους στοιχεία τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολλαπλό τρόπο, που έχει σύνθετη δομή, πολύπλοκος 2. (για ύφος) στρυφνός, ασαφής 3. μτφ. α) γεμάτος εμπόδια ή… … Dictionary of Greek
Konstantinos Koukidis — Mahnmal für Konstantinos Koukidis Die Fla … Deutsch Wikipedia
δεκάπλοκος — δεκάπλοκος, ον (Α) τυλιγμένος δέκα φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πλόκος < πλόκος, πλέκω] … Dictionary of Greek
θυμόκλωστος — θυμόκλωστος, ον (Μ) κλωσμένος με αγάπη, τυλιγμένος με αγάπη, με την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύ κλωστος, λινό κλωστος] … Dictionary of Greek
ινδουισμός — Η κυριότερη ινδική θρησκεία, που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση άριων δοξασιών, λαϊκών μορφών λατρείας και βραχμανισμού. H διαμόρφωση αυτού του θρησκευτικού συγκρητισμού έγινε σε συνάρτηση με τη στρατιωτική επέκταση προς τα ανατολικά και τα… … Dictionary of Greek
κακοεντύλικτος — κακοεντύλικτος, ον (Μ) [κακοεντυλίσσομαι] τυλιγμένος με άσχημο τρόπο, κακοδιπλωμένος … Dictionary of Greek
κακοτύλιχτος — κακοτύλιχτος, η, ον (Μ) τυλιγμένος με άσχημο τρόπο, κακοτυλιγμένος, κακοδιπλωμένος … Dictionary of Greek
κατήρης — κατήρης, ῆρες (Α) 1. εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», Ευρ.) 2. (για πλοία) αυτός που έχει κουπιά («πλοῑον κατῆρες ἑτοῑμον», Ηρόδ.) 3. φρ. «ταρσός κατήρης» κουπί καλά προσαρμοσμένο (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Με… … Dictionary of Greek
καταπιλώ — καταπιλῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού πιλώ*) 1. περιτυλίγω κάτι συμπιέζοντας το, συμπιέζω, συνθλίβω 2. μτφ. περιορίζω πολύ 3. παθ. καταπιλούμαι, έομαι είμαι τυλιγμένος σφιχτά, πιεστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πιλῶ «πιέζω» (< πῖλος «συμπιεσμένο… … Dictionary of Greek
κατατύλικτος — κατατύλικτος, ον και κατατυλιχτός, όν (Μ) [κατατυλίττω] αυτός που είναι εντελώς τυλιγμένος … Dictionary of Greek
κελαινεφής — κελαινεφής, ές (Α) 1. αυτός που έχει μαύρα σύννεφα 2. (ως επίθ. τού Διός) ο τυλιγμένος σε μαύρα σύννεφα, ο σκεπασμένος με σύννεφα 3. αυτός που έχει μαύρο χρώμα, ο σκοτεινός («ῥέε δ αἷμα κελαινεφές», Ομ. Οδ.) 4. (για έδαφος) γόνιμος, εύφορος.… … Dictionary of Greek